Από το 2024, το νομοθετικό πλαίσιο για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις στην Ελλάδα θα υποστεί σημαντικές αλλαγές. Οι νέοι κανονισμοί αποσκοπούν στην εξασφάλιση δίκαιου ανταγωνισμού με τα ξενοδοχεία και στην περιορισμό της φοροδιαφυγής. Οι αλλαγές αυτές θα συμπεριληφθούν σε ένα νέο φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση σύντομα. Υπάρχει επίσης πιθανότητα για περαιτέρω τροποποιήσεις βάσει των παρατηρήσεων που θα γίνουν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, από το 2024, οι νέοι κανονισμοί δεν θα επηρεάζουν τους ιδιοκτήτες με έως δύο ακίνητα προς βραχυχρόνια μίσθωση. Ωστόσο, για να λάβει κάποιος αριθμό για το τρίτο ακίνητο, θα χρειάζεται να ανοίξει βιβλία στο MYDATA, να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές και ΦΠΑ. Οι ιδιοκτήτες με τρία ή περισσότερα ακίνητα σε βραχυχρόνια μίσθωση θα υπόκεινται σε ΦΠΑ και τέλη που ισχύουν για τα ξενοδοχεία και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Από την 1η Ιανουαρίου 2024, θα επεκταθεί στις βραχυχρόνιες μισθώσεις το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων, το οποίο θα είναι 0,5% επί των εσόδων, υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης. Επίσης, τα φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν τρία ή περισσότερα ακίνητα σε βραχυχρόνια μίσθωση θα υποχρεούνται να ξεκινήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα. Παράλληλα, καταργείται ο φόρος διαμονής που επιβάλλεται σήμερα σε ξενοδοχεία και αντικαθίσταται από το «τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση», το οποίο θα επιβαρύνει επιπλέον και τις βραχυχρόνιες μισθώσεις με 1,5 ευρώ την ημέρα.
Η νέα νομοθεσία περιλαμβάνει και αυστηρότερα πρόστιμα για μη εγγραφή στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Μίσθωσης. Το νέο πρόστιμο ορίζεται στο 50% των ακαθαρίστων εσόδων του τελευταίου φορολογικού έτους και κατ’ ελάχιστο στα 5.000 ευρώ. Επιπρόσθετα, τίθεται όριο 60 ημερών στη διάρκεια της μίσθωσης, ώστε να θεωρείται ως βραχυχρόνια. Αυτό δεν αφορά το συνολικό χρόνο μισθώσεων εντός ενός έτους, αλλά τη διάρκεια κάθε μίσθωσης ξεχωριστά.
Τέλος, η έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών καταδεικνύει ότι οι βραχυπρόσθεσμες μισθώσεις είχαν άμεση επίδραση στην ελληνική οικονομία, φτάνοντας τα 3,44 δισ. ευρώ το 2022, που αντιστοιχεί στο 1,65% του ΑΕΠ.